- δυ-σχημάτιστος
δυ-σχημάτιστος, schwer zu gestalten?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυ-σχημάτιστος, schwer zu gestalten?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσχημάτιστος — η, ο (Μ εὐσχημάτιστος, ον) καλά σχηματισμένος μσν. αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. α σχημάτιστος, ετερο σχημάτιστος] … Dictionary of Greek
καινοσχημάτιστος — καινοσχημάτιστος, ον (Μ) ο σχηματισμός με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σχημάτιστος (< σχηματίζω), πρβλ. διπλο σχημάτιστος, ετερο σχημάτιστος] … Dictionary of Greek
ετεροσχημάτιστος — ἑτεροσχημάτιστος, ον (Α) 1. αυτός που είναι διαφορετικά σχηματισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροσχημάτιστον η εναλλαγή γραμματικού τύπου ως ρητορικό σχήμα, όπως ενός ρήματος σε μετοχή ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * +… … Dictionary of Greek
μονοσχημάτιστος — μονοσχημάτιστος, ον (Α) (για το απαρέμφ.) αυτό που έχει έναν μόνο σχηματισμό, μία μορφή, έναν τύπο για όλα τα πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχηματιστός (< σχηματίζω)] … Dictionary of Greek