πυῤῥότης

πυῤῥότης

πυῤῥότης, ητος, ἡ, Feuerfarbe, röthliche, goldgelbe Farbe, Arist. de gener. anim. 5, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρρότης — redness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρότης — ητος, ἡ, Α [πυρρός] (για τρίχες) η ιδιότητα τού κόκκινου, η ερυθρότητα («ἡ πυρρότης ὥσπερ ἀρρωστία τριχός», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πυρρότητα — πυρρότης redness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пирротин — из Бразилии Формула FenSn+1 Примесь Ме …   Википедия

  • πυρροτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού μαγνητοπυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrhotite < γερμ. Pyrrhotine (< πυρρότης «ερυθρότητα» + κατάλ. ine) με επίδραση τής κατάλ. ite] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”