- πυῤῥό-τριχος
πυῤῥό-τριχος, = πυῤῥόϑριξ, Theocr. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυῤῥό-τριχος, = πυῤῥόϑριξ, Theocr. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] … Dictionary of Greek