- πυλᾶτις
πυλᾶτις, ιδος, ἡ, poet. fem. zu πύλαιος; πυλάτιδες ἀγοραί Soph. Tr. 636; Hesych. ὅπου συνίασιν οἱ Ἀμφικτύονες εἰς τὴν λεγομένην Πυλαίαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυλᾶτις, ιδος, ἡ, poet. fem. zu πύλαιος; πυλάτιδες ἀγοραί Soph. Tr. 636; Hesych. ὅπου συνίασιν οἱ Ἀμφικτύονες εἰς τὴν λεγομένην Πυλαίαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πυλᾶτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλᾶτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλάτις — άτιδος, ἡ, Α αυτή που βρίσκεται στις Θερμοπύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + επίθημα τις (πρβλ. καρδιᾶ τις)] … Dictionary of Greek
Πυλάτιδες — Πυλά̱τιδες , Πυλᾶτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλάτιδες — πυλά̱τιδες , πυλᾶτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυλάτιδος — Πυλά̱τιδος , Πυλᾶτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλάτιδος — πυλά̱τιδος , πυλᾶτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)