πυλώριον

πυλώριον

πυλώριον, τό, Hütte od. Wohnung des Thürhüters, Poll. 1, 77.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυλώριον — porter s lodge neut nom/voc/acc sg πυλωρέω keep the gate imperf ind act 3rd pl (doric) πυλωρέω keep the gate imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώριον — τὸ, Α [πυλωρός] η κατοικία τού φύλακα τής πύλης …   Dictionary of Greek

  • φυτώριο — το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”