- ναυ-πηγικός
ναυ-πηγικός, ή, όν, zum Schiffsbau gehörig, geschickt, Sp., wie Luc. Mort. D. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυ-πηγικός, ή, όν, zum Schiffsbau gehörig, geschickt, Sp., wie Luc. Mort. D. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νιτροπηγικός — νιτροπηγικός, ή, όν (Α) κατασκευασμένος από παγωμένο νίτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + πήγνυμι (πρβλ. ναυ πηγικός)] … Dictionary of Greek