- ναυ-πηγός
ναυ-πηγός, Schiffe zusammenfügend, ὁ, Schiffszimmermann, Schiffsbauer; Thuc. 1, 13; Plat. Gorg. 455 b Rep. I, 333 c; Pol. 1, 20, 10 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυ-πηγός, Schiffe zusammenfügend, ὁ, Schiffszimmermann, Schiffsbauer; Thuc. 1, 13; Plat. Gorg. 455 b Rep. I, 333 c; Pol. 1, 20, 10 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
καρροπηγός — καρροπηγός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
σοροπηγός — ὁ, Α κατασκευαστής φερέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
κλινοπηγός — κλινοπηγός, ὁ (AM) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
τορνευτολυρασπιδοπηγός — ὁ, Α (κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορνευτής + λύρα + ἀσπίς, ίδος + πηγός (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
pā̆ k̂ - and pā̆ ĝ - — pā̆ k̂ and pā̆ ĝ English meaning: to repair, strengthen Deutsche Übersetzung: “festmachen”, teils durch Einrammen (Pflock, Pfosten), teils durch Zusammenfũgen (Fuge; festgefũgt, kompakt, fest: partly also Fessel, Strick)… … Proto-Indo-European etymological dictionary
θυροπηγία — θυροπηγία, ἡ (Α) η κατασκευή θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + πηγία (< πηγός < πήγνυμι), πρβλ. ναυ πηγία, σκηνο πηγία] … Dictionary of Greek
κλιμακοπηγία — η 1. η κατασκευή κλίμακας, σκάλας 2. το δικαίωμα τής στερέωσης κλίμακας σε ξένη ιδιοκτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + πηγία (< πηγός < πήγνυμι «κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγία, ναυ πηγία] … Dictionary of Greek
κλινοπήγιον — κλινοπήγιον, τό (Α) εργαστήριο κατασκευής κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πήγιον (< πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηρο πήγιον, ναυ πήγιον] … Dictionary of Greek
σκηνοπηγώ — και σκανοπηγῶ, έω, Α 1. στήνω σκηνή 2. (στους Ιουδαίους) τελώ τη γιορτή τής σκηνοπηγίας 3. φρ. «σκηνοπηγῶ τὰ καπηλεῑα» ανοίγω μικρά καταστήματα σε σκηνές (Δάμων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + πηγῶ (< πηγός < πήγνυμι*), πρβλ. ναυ πηγῶ] … Dictionary of Greek