- βατάνη
βατάνη, ἡ, sicil. = πατάνη, patina, Matro bei Ath. IV, 136 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατάνη, ἡ, sicil. = πατάνη, patina, Matro bei Ath. IV, 136 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατάνη — (Α) βλ. πατάνη … Dictionary of Greek
βατάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατανέων — βατάνη fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατανῶν — βατάνη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατάνα — βατάνᾱ , βατάνη fem nom/voc/acc dual βατάνᾱ , βατάνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάνη — η, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια αρχ. είδος ρηχού πιάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα άνη (πρβλ. λεκ άνη, χο άνη, σκαπ άνη) και συνδέεται … Dictionary of Greek