βατάνιον

βατάνιον

βατάνιον, τό, dim. zum vorigen, Ath. I, 28 c; ib. IV, 169 d aus com.; nach B. A. 84 alexandrinisch.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βατάνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατανίοις — βατάνιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατανίοισιν — βατάνιον neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατανίου — βατάνιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατανίων — βατάνιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατανίῳ — βατάνιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατάνια — βατάνιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατάνι' — βατάνια , βατάνιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”