- ματαιο-πώγων
ματαιο-πώγων, ωνος, ὁ, der umsonst einen Bart hat, Schol. Theocr. 14, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιο-πώγων, ωνος, ὁ, der umsonst einen Bart hat, Schol. Theocr. 14, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοπώγων — κακοπώγων, ὁ (Α) πάπ. αυτός που έχει κακό πώγωνα, αραιή γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πώγων (< πώγων), πρβλ. ματαιο πώγων, χαλκο πώγων] … Dictionary of Greek