- ματαιο-πονία
ματαιο-πονία, ἡ, das vergebliche Arbeiten; Luc. D. Hort. 10, 8; S. Emp. pyrrh. 2, 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιο-πονία, ἡ, das vergebliche Arbeiten; Luc. D. Hort. 10, 8; S. Emp. pyrrh. 2, 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακροπονία — μακροπονία, ἡ (Α) μεγάλος και συνεχής κόπος, διαρκής φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πονία (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονία] … Dictionary of Greek