- ματαιο-πόνος
ματαιο-πόνος, vergeblich arbeitend, sich anstrengend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιο-πόνος, vergeblich arbeitend, sich anstrengend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχόπονος — η, ο, Ν εύσπλαγχνος, πονόψυχος, πονετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πονος (< πόνος), πρβλ. ματαιό πονος] … Dictionary of Greek
μελεόπονος — μελεόπονος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κάνει άχρηστα έργα ή ελεεινές πράξεις 2. συνεκδ. δυστυχισμένος, άθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + πόνος (πρβλ. ματαιό πονος)] … Dictionary of Greek
μελισσοπόνος — μελισσοπόνος, ον (Α) μελισσοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόνος «μόχθος, κόπος» (πρβλ. ματαιο πόνος)] … Dictionary of Greek
κενοπονώ — κενοπονῶ, έω (Α) κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πονῶ (< πόνος < πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, φιλο πονώ] … Dictionary of Greek
κοιλιοπονώ — κοιλιοπονῶ, έω (Μ) (για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, οφθαλμο πονώ] … Dictionary of Greek
μακροπονία — μακροπονία, ἡ (Α) μεγάλος και συνεχής κόπος, διαρκής φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πονία (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονία] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μισέ, Αλφρέ ντε- — (Alfred de Musset, Παρίσι 1810 – 1857). Γάλλος ποιητής και συγγραφέας. Στα δεκαοκτώ του χρόνια έγινε δεκτός στον κύκλο των ρομαντικών του Σαλ Νοντιέ, ο οποίος συγκέντρωνε γύρω του τον Ουγκό, τον ντε Βινί, τον Σεντ Μπεβ και άλλους. Από την πρώτη… … Dictionary of Greek