- ματαιο-πρᾱγία
ματαιο-πρᾱγία, ἡ, = ματαιοπονία, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιο-πρᾱγία, ἡ, = ματαιοπονία, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυτοπραγώ — έω, Μ κάνω το ίδιο πράγμα ή τα ίδια πράγματα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) + πραγῶ (< πραγία < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγ α), πρβλ. ματαιο πραγῶ] … Dictionary of Greek