- βασανιστήριον
βασανιστήριον, τό, 1) der Prüfstein, Sp., wie Themist. – 2) die Folterkammer, Theop. com. bei E. M. 411, 33; Polyaen. 8. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασανιστήριον, τό, 1) der Prüfstein, Sp., wie Themist. – 2) die Folterkammer, Theop. com. bei E. M. 411, 33; Polyaen. 8. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασανιστήριον — question chamber neut nom/voc/acc sg βασανιστήριος of masc/fem acc sg βασανιστήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίοις — βασανιστήριον question chamber neut dat pl βασανιστήριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίου — βασανιστήριον question chamber neut gen sg βασανιστήριος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίων — βασανιστήριον question chamber neut gen pl βασανιστήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίῳ — βασανιστήριον question chamber neut dat sg βασανιστήριος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστήρια — βασανιστήριον question chamber neut nom/voc/acc pl βασανιστήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστήριο — και βασανιστήρι, το (AM βασανιστήριον) [βασανίζω] αυτό που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες νεοελλ. εξέταση με τεχνικό μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας και ειδικότερα η επιβολή σωματικών κακώσεων στον υπόδικο κατηγορούμενο και στους μάρτυρες για… … Dictionary of Greek
παλλύτας — παλλύτας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον βασανιστήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πᾶν + λύω] … Dictionary of Greek
ՏԱՆՋԱՆԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0844 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. βασανιστήριον, βασανισμός locus et instrumentum cruciatus, torment, supplicium. Տեղի տանջանաց. ... *Յայսոսիկ տեղիս տանջին անիրաւք. եւ սա մէջ ինչ գոլով՝ մաքրող… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)