- βασανιστικός
βασανιστικός, zum Foltern gehörig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασανιστικός, zum Foltern gehörig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασανιστικός — ή, ό (AM βασανιστικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες αρχ. εκείνος που χρησιμοποιείται για έλεγχο, δοκιμασία … Dictionary of Greek
βασανιστικός — ή, ό αυτός που δημιουργεί βάσανα, που τυραννάει: Εξαντλήθηκε από μια βασανιστική ασθένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασανιστικῶν — βασανιστικός given to fem gen pl βασανιστικός given to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικόν — βασανιστικός given to masc acc sg βασανιστικός given to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικαῖς — βασανιστικός given to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικαί — βασανιστικός given to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικοί — βασανιστικός given to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικοῦ — βασανιστικός given to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ … Dictionary of Greek
εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την … Dictionary of Greek