βασκάς

βασκάς

βασκάς, , eine Entenart, Ar. Av. 885; Arist. H. A. 8, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βασκάς — ( άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α) είδος πάπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο …   Dictionary of Greek

  • βασκάς — βασκά̱ς , βασκάς duck masc acc pl (doric) βασκά̱ς , βασκάς duck masc nom sg (epic doric aeolic) βασκάς duck fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκά — βασκάς duck fem voc sg βασκά̱ , βασκάς duck masc nom/voc/acc dual (doric) βασκάς duck masc voc sg (doric) βασκάς duck masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκᾷ — βασκάς duck masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • φασκάς — άδος, ἡ, Α βλ. βασκάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”