μαστίγιον

μαστίγιον

μαστίγιον, τό, dim. zu μάστιξ, St. B. v. Δωδώνη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαστίγιον — μαστί̱γιον , μαστιγόω whip imperf ind act 3rd pl (doric) μαστί̱γιον , μαστιγόω whip imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα …   Dictionary of Greek

  • Περδίος, Ιωάννης — (1882 – 1930). Κύπριος ποιητής. Έγραψε πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα. Το 1911 ίδρυσε το έμμετρο σατιρικό περιοδικό Το μαστίγιον, που κυκλοφορούσε μέχρι τον θάνατό του. Έργα του είναι η δίτομη ποιητική συλλογήΚυπριακή Μούσακαι δυο σχολικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”