- μαστίγωσις
μαστίγωσις, ἡ, das Peitschen, Geißeln, Ath. VIII, 350 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστίγωσις, ἡ, das Peitschen, Geißeln, Ath. VIII, 350 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστίγωσις — whipping fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγώσει — μαστίγωσις whipping fem nom/voc/acc dual (attic epic) μαστιγώσεϊ , μαστίγωσις whipping fem dat sg (epic) μαστίγωσις whipping fem dat sg (attic ionic) μαστῑγώσει , μαστιγόω whip aor subj act 3rd sg (epic) μαστῑγώσει , μαστιγόω whip fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγώσεις — μαστίγωσις whipping fem nom/voc pl (attic epic) μαστίγωσις whipping fem nom/acc pl (attic) μαστῑγώσεις , μαστιγόω whip aor subj act 2nd sg (epic) μαστῑγώσεις , μαστιγόω whip fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγώσεσιν — μαστίγωσις whipping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίγωσιν — μαστίγωσις whipping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίγωση — η (Α μαστίγωσις, εως) [μαστιγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστιγώνω, δαρμός, χτύπημα με μαστίγιο, μαστίγωμα 2. είδος ποινής σε διάφορες εποχές 3. είδος ιεροτελεστίας κατά την αρχαιότητα … Dictionary of Greek
μαστιγώσεων — μαστιγώσεω̆ν , μαστίγωσις whipping fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγώσεως — μαστιγώσεω̆ς , μαστίγωσις whipping fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγώσῃ — μαστιγώσηι , μαστίγωσις whipping fem dat sg (epic) μαστῑγώσῃ , μαστιγόω whip aor subj mid 2nd sg μαστῑγώσῃ , μαστιγόω whip aor subj act 3rd sg μαστῑγώσῃ , μαστιγόω whip fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)