μαστευτής

μαστευτής

μαστευτής, , der Nachforscher, Aufspürer, Xen. Oec. 8, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαστευτής — ο (Α μαστευτής) [μαστεύω] νεοελλ. αυτός που κάνει έρευνες για να ανακαλύψει υπόγεια ύδατα αρχ. μαστήρ*, αναζητητής, ερευνητής κάποιου προσώπου ή πράγματος …   Dictionary of Greek

  • μαστευτοῦ — μαστευτής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματευτής — ματευτής, ὁ (Α) [ματεύω] ο μαστευτής* …   Dictionary of Greek

  • υδρομαστευτής — ο, Ν αυτός που εκτελεί υδρομαστεύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μαστευτής (< μαστεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”