- μαστιστής
μαστιστής, ὁ, = μαστικτήρ, Maccah., sehr zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστιστής, ὁ, = μαστικτήρ, Maccah., sehr zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστιστής — μαστιστής, ὁ (Α) [μαστίζω] αυτός που μαστιγώνει, ο μαστιγωτής («κελευθέντες παρήγαγον οἱ μαστισταί», ΠΔ) … Dictionary of Greek