- μαστρύλλιον
μαστρύλλιον, τό, = ματρυλλεῖον, plut. non suav. viv. posse sec. Epicur. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστρύλλιον, τό, = ματρυλλεῖον, plut. non suav. viv. posse sec. Epicur. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματρυλείον — ματρυλεῑον και ματρύλλιον και μαστρύλλιον και, κατά τον Ησύχ., ματρύλειον, τὸ (Α) ο οίκος ανοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτρυλλα*. Ο τ. μαστρύλλιον κατ επίδραση τού μαστροπός] … Dictionary of Greek