μαστρός

μαστρός

μαστρός, ὁ, = μαστήρ, der Sucher, Nachforscher, eine Behörde in Kreta, Hesych., u. in Rhodus, Inscr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάστρος — μάστρος, ὁ (Μ) βλ. μάστορας …   Dictionary of Greek

  • μαστρός — μαστρός, ὁ (Α) (στην Πελλήνη, στη Ρόδο και στους Δελφούς) τίτλος οικονομικού υπαλλήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ τού μαίομα* «ερευνώ» + επίθημα τρός (πρβλ. δαι τρός, ια τρός)] …   Dictionary of Greek

  • μαστροί — μαστρός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …   Dictionary of Greek

  • μαστρεύω — (Α) [μαστρός] υπηρετώ ως μαστρός* …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • κατάμαστρος — κατάμαστρος, ον (Α) ο υπεύθυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαστρός (οικονομικό αξίωμα) (< μαίομαι] …   Dictionary of Greek

  • μάστρυς — μάστρυς, υος, ἡ (Μ) μαστροπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρός + επίθημα τρυς (πρβλ. ρύ τρυς, φέρ τρυς)] …   Dictionary of Greek

  • μαστράα — μαστράα, ἡ (Α) [μαστρός] η μαστρία* …   Dictionary of Greek

  • μαστρεία — και μαστρία και μαστράα, ἡ (Α) [μαστρός] ευθύνη («μαστρεῑαι αἱ τῶν ἀρχόντων εὔθυναι», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • μαστρείον — μαστρεῑον, τὸ (Α) [μαστρός] συνέλευση τών μαστρών* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”