- δρῑμύ-μωρος
δρῑμύ-μωρος, = ὀξύμωρος, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρῑμύ-μωρος, = ὀξύμωρος, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύμωρος — η, ο (Α ὀξύμωρος, ον) 1. ο κατά έντονο τρόπο φαινόμενος μωρός, ο φαινομενικά ανόητος, αλλά στην πραγματικότητα ευφυής 2. φρ. «οξύμωρο σχήμα» γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την άλλη… … Dictionary of Greek