δρῑμύτης

δρῑμύτης

δρῑμύτης, ητος, ἡ, die Scharfe, vom Geschmacke; Archedic. Ath. VII, 292 f; Theophr.; Plut. Camill. 29; vom Rauche, Pol. 22, 11, 20. – Uebertr., σκωμμάτων, beißender Spott, Luc. Prom. 2; Heftigkeit, Plat. Polit. 311 a; vom Geiste, Schärfe der Urtheilskraft, Scharfsinn, πρὸς τὰ μαϑήματα Rep. VII, 535 b; Schlauheit, Verschmitztheit, Luc. Alex. 4; καὶ πανουργία Plut. Bei den Rhett. = Strenge u. Scharfe in der Behandlung eines rhetorischen Stoffes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δριμύτης — δρῑμύτης , δριμύτης acridness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητα — η (AM δριμύτης) 1. οξύτητα γευστικών ουσιών 2. ορμητικότητα, σφοδρότητα 3. (για λόγο) δηκτικότητα, καυστικότητα μσν. ένταση αρχ. 1. δολιότητα, πανουργία 2. ευφυΐα, οξύνοια 3. βλοσυρότητα, αυστηρότητα 4. (ρητ.) η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԾՈՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1102 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. ԿԾՈՒՈՒԹԻՒՆ δριμύτης, πικρότης acrimonia, acerbitas. որ եւ ԿԾՈՒԹԻՒՆ. Կծու գոլն. բա՛րկ թթուութիւն. դառնութիւն. եկ կծողութիւն. ... *Ծխաշունչ կծուութիւն ինչ ʼի փորէ ʼի վեր բուրիցէ. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 1:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • δριμυτήτων — δρῑμυτήτων , δριμύτης acridness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτησι — δρῑμύτησι , δριμύτης acridness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτησιν — δρῑμύτησιν , δριμύτης acridness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητα — δρῑμύτητα , δριμύτης acridness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητας — δρῑμύτητας , δριμύτης acridness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητες — δρῑμύτητες , δριμύτης acridness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητι — δρῑμύτητι , δριμύτης acridness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτητος — δρῑμύτητος , δριμύτης acridness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”