- δρῆστις
δρῆστις, ἡ, = δραπέτις, Callim. ep. 4 (311, 73).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρῆστις, ἡ, = δραπέτις, Callim. ep. 4 (311, 73).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δράστης — ο (θηλ. δράστις, η) (AM δράστης, θηλ. δράστις, Α και δρήστης, ο, δρῆστις, η) αυτουργός, εκτελεστής πράξης αξιόποινης κυρίως («δράστης φόνου») νεοελλ. (ειρωνικά) αυτός που είπε κάτι άνοστο ή δημιούργησε κάτι άσχημο αρχ. μσν. δραπέτης, φυγάς αρχ. 1 … Dictionary of Greek