- ναρθηκίζω
ναρθηκίζω, 1) einen Beinbruch mit darum gebundenen Stücken des νάρϑηξ schienen, sp. Med. – 2) mit dem Rohre schlagen, Schol. Ar. Ach. 1176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναρθηκίζω, 1) einen Beinbruch mit darum gebundenen Stücken des νάρϑηξ schienen, sp. Med. – 2) mit dem Rohre schlagen, Schol. Ar. Ach. 1176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναρθηκίζω — (ΑΜ) [νάρθηξ] περιδένω σπασμένο μέλος τού σώματος μαζί με τεμάχια ή σχίζες τού φυτού νάρθηξ, κατασκευάζω, εφαρμόζω νάρθηκα σε κάταγμα αρχ. συνδέω σανίδα με πέταυρο, δηλαδή πατερό, δοκάρι … Dictionary of Greek
ναρθηκιζομένων — ναρθηκίζω splint a broken limb pres part mp fem gen pl ναρθηκίζω splint a broken limb pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκίζοντα — ναρθηκίζω splint a broken limb pres part act neut nom/voc/acc pl ναρθηκίζω splint a broken limb pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκιζέσθωσαν — ναρθηκίζω splint a broken limb pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκίζειν — ναρθηκίζω splint a broken limb pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκίζουσαι — ναρθηκίζω splint a broken limb pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
ναρθήκισμα — το (Α ναρθήκισμα) [ναρθηκίζω] περίδεση σπασμένου μέλους τού σώματος με ράβδους ή σχίζες τού φυτού νάρθηκας για να επιτυγχάνεται ακινησία, κν. καλάμωμα, κλάπωμα, φάσκιωμα αρχ. τεμάχιο ή σχίζα τού φυτού νάρθηξ … Dictionary of Greek
ναρθηκισμός — ο (Α ναρθηκισμός) [ναρθηκίζω] ναρθήκισμα αρχ. ιατρική επίκρουση ενός σημείου τού σώματος με διαγνωστικό σκοπό … Dictionary of Greek