- ναρθηκία
ναρθηκία, ἡ, eine niedrige Art der Pflanze νάρϑηξ, ferulago, Plin. 13, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναρθηκία, ἡ, eine niedrige Art der Pflanze νάρϑηξ, ferulago, Plin. 13, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναρθηκία — ναρθηκίᾱ , ναρθηκία fem nom/voc/acc dual ναρθηκίᾱ , ναρθηκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ναρθηκίᾱ , ναρθηκιάω beat with a pres imperat act 2nd sg ναρθηκίᾱ , ναρθηκιάω beat with a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκία — η (ΑΜ ναρθηκία) [νάρθηξ] είδος φυτού συγγενούς με τον νάρθηκα το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην ιατρική για ακινητοποίηση μελών που υπέστησαν θλάση … Dictionary of Greek
ναρθήκια — ναρθήκιον small splint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκίας — ναρθηκίᾱς , ναρθηκία fem acc pl ναρθηκίᾱς , ναρθηκία fem gen sg (attic doric aeolic) ναρθηκίᾱς , ναρθηκιάω beat with a imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτίς — λιβανωτίς, ίδος, η (Α) [λιβανωτός] 1. διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς κάρπιμος το φυτό λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς [κάρπιμος] ἑτέρα» το φυτό νάρθηξ η ναρθηκία, Διοσκ. γ. «λιβανωτὶς ἄκαρπος» το φυτό δενδρολίβανο το φαρμακευτικό,… … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
φέρουλα — η, ΝΑ, και φερούλα και φερούλη Ν βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη ή σκιαδανθή, με 130 περίπου είδη, από τα οποία τρία είναι αυτοφυή στην… … Dictionary of Greek
φερουλάγκο — και φερουλάγο,το, Ν βοτ. είδος τού γένους φέρουλα, πιθανώς η ναρθηκία τού Θεοφράστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεοελατ. Ferula ferulago] … Dictionary of Greek