ναρθηκισμός

ναρθηκισμός

ναρθηκισμός, , 1) das Schienen eines Beinbruchs mit dem νάρϑηξ, Galen. u. a. sp. Medie. – 2) das Schlagen mit dem Rohre, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ναρθηκισμός — splinting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκισμός — ο (Α ναρθηκισμός) [ναρθηκίζω] ναρθήκισμα αρχ. ιατρική επίκρουση ενός σημείου τού σώματος με διαγνωστικό σκοπό …   Dictionary of Greek

  • ναρθηκισμόν — ναρθηκισμός splinting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσκιωμα — το, ατος 1. η περιτύλιξη βρέφους με φασκιά, η σπαργάνωση, το σπαργάνωμα: Χαλαρό φάσκιωμα. 2. η περίδεση σπασμένου μέλους του σώματος με νάρθηκα, ο ναρθηκισμός, το καλάμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”