δρομαῖος — running at full speed masc nom sg δρομαῖος running at full speed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομαίος — α, ο (AM δρομαῑος α, ον και ος, ον) τρεχάτος («έφυγε δρομαίος») νεοελλ. 1. γοργοπόδαρος, ο ικανός να τρέχει 2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δρομαίος ονομασία τού πτηνού εμού τής οικογένειας δρομαιίδες αρχ. 1. (επίθ. τού Απόλλωνος) ο προστάτης τών αγώνων … Dictionary of Greek
δρομαῖον — δρομαῖος running at full speed masc acc sg δρομαῖος running at full speed neut nom/voc/acc sg δρομαῖος running at full speed masc/fem acc sg δρομαῖος running at full speed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομαῖα — δρομαῖος running at full speed neut nom/voc/acc pl δρομαῖος running at full speed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομαῖοι — δρομαῖος running at full speed masc nom/voc pl δρομαῖος running at full speed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομαίως — δρομαί̱ως , δρομαῖος running at full speed adverbial δρομαί̱ως , δρομαῖος running at full speed masc acc pl (doric) δρομαί̱ως , δρομαῖος running at full speed adverbial δρομαί̱ως , δρομαῖος running at full speed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομαίων — δρομαί̱ων , δρομαῖος running at full speed fem gen pl δρομαί̱ων , δρομαῖος running at full speed masc/neut gen pl δρομαί̱ων , δρομαῖος running at full speed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομαία — δρομαί̱ᾱ , δρομαῖος running at full speed fem nom/voc/acc dual δρομαί̱ᾱ , δρομαῖος running at full speed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομαίας — δρομαί̱ᾱς , δρομαῖος running at full speed fem acc pl δρομαί̱ᾱς , δρομαῖος running at full speed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομαίου — δρομαί̱ου , δρομαῖος running at full speed masc/neut gen sg δρομαί̱ου , δρομαῖος running at full speed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομαίους — δρομαί̱ους , δρομαῖος running at full speed masc acc pl δρομαί̱ους , δρομαῖος running at full speed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)