δρομαῖος

δρομαῖος

δρομαῖος, auch 2 Endgn, Eur. Alc. 248, laufend; δρομαία βᾶσα Soph. Tr. 923; δεμνίων ἄπο πηδᾷ δρομαῖος Eur. Or. 45, wie ϑίασοι δρομαῖοι Bacch. 136, u. öfter; ἐφ' ἃς ἐγὼ δρομαῖον ὁρμήσω πόδα Ar. Ran. 478; u. in Prosa, wie Xen. τὰ ἴχνη δρομαῖα, den εὐναῖα entgeggstzt. die Fährte des laufenden Wildes, Cyn. 3, 8; δρομαῖος ἵετο Luc. Alex. 14; übertr., δρομαίᾳ τῆς ψυχῆς ὁρμῇ Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δρομαῖος — running at full speed masc nom sg δρομαῖος running at full speed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομαίος — α, ο (AM δρομαῑος α, ον και ος, ον) τρεχάτος («έφυγε δρομαίος») νεοελλ. 1. γοργοπόδαρος, ο ικανός να τρέχει 2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δρομαίος ονομασία τού πτηνού εμού τής οικογένειας δρομαιίδες αρχ. 1. (επίθ. τού Απόλλωνος) ο προστάτης τών αγώνων …   Dictionary of Greek

  • δρομαῖον — δρομαῖος running at full speed masc acc sg δρομαῖος running at full speed neut nom/voc/acc sg δρομαῖος running at full speed masc/fem acc sg δρομαῖος running at full speed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομαῖα — δρομαῖος running at full speed neut nom/voc/acc pl δρομαῖος running at full speed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομαῖοι — δρομαῖος running at full speed masc nom/voc pl δρομαῖος running at full speed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομαίως — δρομαί̱ως , δρομαῖος running at full speed adverbial δρομαί̱ως , δρομαῖος running at full speed masc acc pl (doric) δρομαί̱ως , δρομαῖος running at full speed adverbial δρομαί̱ως , δρομαῖος running at full speed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομαίων — δρομαί̱ων , δρομαῖος running at full speed fem gen pl δρομαί̱ων , δρομαῖος running at full speed masc/neut gen pl δρομαί̱ων , δρομαῖος running at full speed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομαία — δρομαί̱ᾱ , δρομαῖος running at full speed fem nom/voc/acc dual δρομαί̱ᾱ , δρομαῖος running at full speed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομαίας — δρομαί̱ᾱς , δρομαῖος running at full speed fem acc pl δρομαί̱ᾱς , δρομαῖος running at full speed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομαίου — δρομαί̱ου , δρομαῖος running at full speed masc/neut gen sg δρομαί̱ου , δρομαῖος running at full speed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομαίους — δρομαί̱ους , δρομαῖος running at full speed masc acc pl δρομαί̱ους , δρομαῖος running at full speed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”