- δροσίζω
δροσίζω, bethauen, befeuchten; ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι Ar. Ran. 1312; μαροις στεφάνους Posidon. Ath. XV, 692 d; Posidipp. 11 (V, 134) u. Sp., wie Plut. Qu. nat. 6; δεδροσισμένος p. D. L. 7, 152.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δροσίζω, bethauen, befeuchten; ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι Ar. Ran. 1312; μαροις στεφάνους Posidon. Ath. XV, 692 d; Posidipp. 11 (V, 134) u. Sp., wie Plut. Qu. nat. 6; δεδροσισμένος p. D. L. 7, 152.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δροσίζω — bedew pres subj act 1st sg δροσίζω bedew pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίζω — δροσίζω, δρόσισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. δροσίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δροσίζω — (AM δροσίζω) [δρόσος] 1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω 2. κάνω κάτι δροσερό 3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση 4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός») μσν. 1. ανακουφίζω 2. κατευνάζω 3. ευνοώ 4. φωτίζω 5. (για τον θεό) ευλογώ 6.… … Dictionary of Greek
δροσίζω — δρόσισα, δροσίστηκα, δροσισμένος 1. ραντίζω με δροσιά, με δροσερό νερό, κρυώνω κάτι: Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου να το δροσίσω. 2. αμτβ., γίνομαι δροσερός: Θα βγούμε μόλις δροσίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδροσισμένα — δροσίζω bedew perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδροσισμένᾱ , δροσίζω bedew perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδροσισμένᾱ , δροσίζω bedew perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίζεσθε — δροσίζω bedew pres imperat mp 2nd pl δροσίζω bedew pres ind mp 2nd pl δροσίζω bedew imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίσω — δροσίζω bedew aor subj act 1st sg δροσίζω bedew fut ind act 1st sg δροσίζω bedew aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίσῃ — δροσίζω bedew aor subj mid 2nd sg δροσίζω bedew aor subj act 3rd sg δροσίζω bedew fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδροσισμένων — δροσίζω bedew perf part mp fem gen pl δροσίζω bedew perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσιζόμεθα — δροσίζω bedew pres ind mp 1st pl δροσίζω bedew imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσίζει — δροσίζω bedew pres ind mp 2nd sg δροσίζω bedew pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)