- δροσία
δροσία, ἡ, der Thau, Achm. Oniroer.; δροσίη κέλητος, Schaum des Pferdes, Luc. Alex. 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δροσία, ἡ, der Thau, Achm. Oniroer.; δροσίη κέλητος, Schaum des Pferdes, Luc. Alex. 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δροσία — δροσίᾱ , δροσίη foam fem nom/voc/acc dual δροσίᾱ , δροσίη foam fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσιά — η 1. σταγόνες νερού που σχηματίζονται επάνω στο γρασίδι και στα φύλλα των δέντρων: Πρωινή δροσιά. 2. δροσερός αέρας, ελαφρό και ευχάριστο κρύο: Καθίσαμε κάτω από τα δέντρα γιατί είχε δροσιά. 3. μτφ., φρεσκάδα: Χαίρεται τη δροσιά της νιότης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δροσιά — Βλ. λ. δρόσος. * * * και δροσά, η (AM δροσία Α και δροσίη Μ και δροσά) [δρόσος] η δρόσος μσν. νεοελλ. 1. υπόψυχρος, ευχάριστος άνεμος 2. δροσερό, σκιερό μέρος 3. φρεσκάδα, ομορφιά 4. ευχαρίστηση, χαρά 5. φρ. «δροσιά δεν αξίζουν» δεν αξίζουν… … Dictionary of Greek
Δροσιά — Sp Drosijà Ap Δροσιά/Drosia L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Δροσιά — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλιδίου … Dictionary of Greek
Κάτω Δροσιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 201 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. Μέχρι το 1991 ονομαζόταν Αγραπιδιές … Dictionary of Greek
Μπέλλου, Σωτηρία — (Δροσιά Εύβοιας 1921 – Αθήνα, 1997). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια που το 1940 μετοίκησε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα σε ταβέρνες – συνελήφθη… … Dictionary of Greek
δροσίαι — δροσίᾱͅ , δροσίη foam fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Drosia, Patras — Drosia Δροσιά Prefecture: Achaia Province: Patras City: Patras Distance from downtown: 3 km east southeast Location: East, ea … Wikipedia
στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek