δροσινός

δροσινός

δροσινός, dasselbe, χερσὶ δροσιναῖς μύρον Philodem. 32 (IX, 570).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δροσινός — ή, ό (AM δροσινός, ή, όν) 1. δροσερός 2. τρυφερός, μαλακός, απαλός …   Dictionary of Greek

  • δροσινά — δροσινός neut nom/voc/acc pl δροσινά̱ , δροσινός fem nom/voc/acc dual δροσινά̱ , δροσινός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσινόν — δροσινός masc acc sg δροσινός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσιναῖς — δροσινός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσινή — δροσινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • Άγραφα — I Γεωγραφική (2.600 τ. χλμ.) και ιστορική περιοχή, προέκταση της νότιας Πίνδου. Οι κάτοικοί της είναι σκορπισμένοι σε 126 χωριά (που τα περισσότερα δεν είναι συγκεντρωμένοι οικισμοί, αλλά διάσπαρτα σπίτια και καλύβες). Συνορεύει στα Β με τον νομό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”