δροσισμός

δροσισμός

δροσισμός, , das Thauen, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δροσισμός — ο (AM δροσισμός) ελαφρά ύγρανση, δροσιά μσν. νεοελλ. 1. το ξεδίψασμα 2. ανακούφιση, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

  • δροσισμοῦ — δροσισμός exposure to dew masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσισμέ — δροσισμός exposure to dew masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσισμῶν — δροσισμός exposure to dew masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσισμῷ — δροσισμός exposure to dew masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόσισμα — το (Μ δρόσισμαν) ο δροσισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”