πυκνίτης

πυκνίτης

πυκνίτης, , att. = πνυκίτης, sich in der πνύξ versammelnd, δῆμος, Dind. Ar. Equ. 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυκνίτης — ὁ, θηλ. πυκνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα 2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • πυκνίτης — πυκνί̱της , πυκνίτης assembled in the Pnyx masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνυκίτης — ὁ, Α ο πυκνίτης* …   Dictionary of Greek

  • πυκνίτην — πυκνί̱την , πυκνίτης assembled in the Pnyx masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”