- πυκνάκις
πυκνάκις, adv., oftmals, Arist. probl. 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκνάκις, adv., oftmals, Arist. probl. 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκνάκις — Α επίρρ. συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + επιρρμ. κατάλ. (ά)κις (πρβλ. πολλ άκις)] … Dictionary of Greek
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek