δραμεῖν

δραμεῖν

δραμεῖν,


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δραμεῖν — τρέχω run aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδρομή — η (AM ἐπιδρομή) 1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων») 2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)» αρχ. 1. κίνηση προς τα εμπρός 2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή… …   Dictionary of Greek

  • Dromedary — For the world music group, see Dromedary (band). Life Dromedary camel Conservation status Domesticated …   Wikipedia

  • BOEDROMIA — nomen habent ἀπὸ τȏυ Βοηδρομεῖν, quod, testibus Hesychiô et Suidâ, est μετὰ ςπουδῆς παραγίνεςθαι, aut potius, sublatô clamore, ut in pugna fieri solet, succurrere. Festi causam Atheniensibus dedit Ion, qui illis auxilio venit, cum ab Eumolpo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THESEUS — I. THESEUS Historicus Illustrium virorum vitas consignavit libris 5. suid. in Lex. Stob. de Fortitud. Item Corinthiacorum libros 3. Suidas et Etymologus. Etiam Thesei escriptis nattartiunculam adfert Stobaeus, Serm. de Fortit. II. THESEUS Iunior …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αείδρομος — ἀείδρομος, ον (Α) (για τα αστέρια) αυτός που κινείται συνεχώς, ο αεικίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αορ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • αελλοδρόμας — ἀελλοδρόμας, ο (Α) αυτός που τρέχει γρήγορα σαν τη θύελλα, θυελλώδης, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αόρ. β τών ρ. θέω, τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμος — ο (AM ἀεροδρόμος, ον) όποιος διατρέχει, διασχίζει τον αέρα (ειδικότερα στα νεοελλ.) αυτός που διασχίζει τον αέρα με αεροσκάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αόρ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. ἀεροδρομῶ νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αετόδρομος — η, ο (Μ ἀετόδρομος, ον) αυτός που πετά, που ορμά σαν αετός λέγεται συνήθως με τη σημ. «ορμητικός, ανδρείος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀετός + δρομος < δραμεῖν απρμφ. αορ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • διδράσκω — (Α) δραπετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα *der «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή τής ρίζας (παρεκτεταμένη με e∂2 : *dr e∂2 >)… …   Dictionary of Greek

  • ευεπίδρομος — εὐεπίδρομος, ον (Α) 1. αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιδρομή, ο ευπρόσβλητος («ὡς μὴ εὐεπίδρομον εἶναι ταῑς παρακειμέναις χαράδραις», Γρηγ. Νύσσ.) 2. ευάλωτος («φιλοσοφία εὐεπίδρομος σοφισταῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί δρομος (< επι δραμείν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”