- δραματο-ποιός
δραματο-ποιός, der Schauspiele verfertigt, der Schauspieldichter, Luc. Philop. 13; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δραματο-ποιός, der Schauspiele verfertigt, der Schauspieldichter, Luc. Philop. 13; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κανονοποιία — κανονοποιΐα, ἡ (Α) η κανονογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιία, δραματο ποιία] … Dictionary of Greek
πραγματοποιΐα — ἡ, Α πολιτική δεινότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + ποιΐα (< ποιός*), πρβλ. δραματο ποιΐα] … Dictionary of Greek