δραγμή

δραγμή

δραγμή, ἡ, = δράγμα, E. M. – Oft v. l. für δραχμή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δραγμή — δραγμή, η (AM) [δράττομαι] 1. δρόγμα, δεμάτι 2. δραχμή …   Dictionary of Greek

  • δραγμῇ — δραγμή handful fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραγμή — handful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραγμαί — δραγμή handful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραγμῆς — δραγμή handful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραγμήν — δραγμή handful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραγμῶν — δραγμή handful fem gen pl δραγμός grasping masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Minuscule 471 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 471 Text Gospels † Date 12th century Script Greek …   Wikipedia

  • MANUA seu MANNUA — MANUA, seu MANNUA Graece δράγμη, recentiori aevô μανούθιον vide in voce Manna …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… …   Dictionary of Greek

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”