- δρακονθ-όμῑλος
δρακονθ-όμῑλος, ξυνοικία, mit Drachen verkehrend, voll Drachen, Aesch. Suppl. 264, ex em.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρακονθ-όμῑλος, ξυνοικία, mit Drachen verkehrend, voll Drachen, Aesch. Suppl. 264, ex em.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καχόμιλος — καχόμιλος, ον (Α) αυτός που έχει κακές συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου), + όμιλος (< ὅμιλος «συναναστροφή, ομάδα»), πρβλ. δρακονθ όμιλος, ευ όμιλος] … Dictionary of Greek