- βαρύ-λῡπος
βαρύ-λῡπος, schwer gekränkt. betrübt, Plut. consol. ad Apoll. p. 351, superl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-λῡπος, schwer gekränkt. betrübt, Plut. consol. ad Apoll. p. 351, superl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυσίλυπος — η, ο / παυσίλυπος, ον, ΝΑ αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη λύπη («παυσίλυπος ἄμπελος», Ευρ.) αρχ. 1. ως κύριο όν. τὸ Παυσίλυπον έπαυλη τού Πολλίωνος στη Νεάπολη τής Ιταλίας 2. φρ. α) «άντρον τού Παυσίλυπου» σήραγγα πάνω από την οποία… … Dictionary of Greek
πολύλυπος — ον, Α αυτός που έχει πολλές λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λυπος (< λύπη), πρβλ. βαρύ λυπος] … Dictionary of Greek