- βαρύλλιον
βαρύλλιον, τό, dim. von βάρος, Synes., eine Art Wage, das Gewicht von Flüssigkeiten zu messen, Prisc. de pond. 103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύλλιον, τό, dim. von βάρος, Synes., eine Art Wage, das Gewicht von Flüssigkeiten zu messen, Prisc. de pond. 103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύλλιον — instrument to find the weight of liquids neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυλλίῳ — βαρύλλιον instrument to find the weight of liquids neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύλλια — βαρύλλιον instrument to find the weight of liquids neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 54 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Α βαρύδιον και βαρύλλιον) νεοελλ. 1. το κινητό αντίβαρο της ζυγαριάς ή της… … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
βαρύδιον — και βαρύλλιον, το βλ. βαρίδι … Dictionary of Greek