- βαρύ-δακρυς
βαρύ-δακρυς, υος, dasselbe, Philp. 66 (IX, 262); Nonn. D. 35, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-δακρυς, υος, dasselbe, Philp. 66 (IX, 262); Nonn. D. 35, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… … Dictionary of Greek
ποικιλόδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που χύνει πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δάκρυ (πρβλ. βαρύ δακρυς)] … Dictionary of Greek