- βαρύ-δικος
βαρύ-δικος ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-δικος ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόδικος — η, ο / φιλόδικος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν οι δίκες, αυτός που καταφεύγει συχνά στα δικαστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ. βαρύ δικος] … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek