- πυκινά
πυκινά, als adv. gebr. neutr. plur. von πυκινός, w. m. s. Vgl. auch πύκα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκινά, als adv. gebr. neutr. plur. von πυκινός, w. m. s. Vgl. auch πύκα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκινά — πυκινός neut nom/voc/acc pl πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc/acc dual πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc sg (doric aeolic) πυκνός close neut nom/voc/acc pl (epic) πυκινά̱ , πυκνός close fem nom/voc/acc dual (epic) πυκινά̱ , πυκνός close fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκινά — Α βλ. πυκνός … Dictionary of Greek
πυκίν' — πυκινά , πυκινός neut nom/voc/acc pl πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc/acc dual πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc sg (doric aeolic) πυκινέ , πυκινός masc voc sg πυκιναί , πυκινός fem nom/voc pl πυκινά , πυκνός close neut nom/voc/acc pl (epic) πυκινά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκινάν — πυκινά̱ν , πυκινός fem acc sg (doric aeolic) πυκινά̱ν , πυκνός close fem acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκινάς — πυκινά̱ς , πυκινός fem acc pl πυκινά̱ς , πυκνός close fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… … Dictionary of Greek