πυκι-μηδής

πυκι-μηδής

πυκι-μηδής, ές, oder -μήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • puk̂-2 —     puk̂ 2     English meaning: to enclose, put together     Deutsche Übersetzung: “zusammendrängen, eng umschließen”     Note: Root puk ̂ 2 : “to enclose, put together” derived from Root ku , kus (*kʷukʷh ) : “to kiss” common Celtic Greek… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • σμιλιγλύφος — ον, Α αυτός που γλύφει ή χαράσσει με σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + γλυφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος. Το ι τοῦ α συνθετικού είναι πιθ. αναλογικό προς άλλους τ. (πρβλ. πυκι μηδής) ή προέρχεται από το υποκορ. σμιλίον] …   Dictionary of Greek

  • πυκιμηδής — ές, και πυκιμήδης, ίμηδες, Α συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι (βλ. λ. πυκνός) + μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ μηδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”