βαρύ-βρομος

βαρύ-βρομος

βαρύ-βρομος, stark tönend, Hom. frg. 71; αὐλός Eur. Bacch. 151; τύμπανα Hel. 1305; κῦμα ἅλιον Phoen. 183; πόντος Ar. Nub. 284; sp. D.; βροντή Luc. Tim. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρίβρομος — ον, Α αυτός που βροντά στη φωτιά ή αυτός που βροντά μέσα από τη φωτιά, με τη χρήση φωτιάς («πυρίβρομος Ζεύς», Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρομος (< βρόμος < βρέμω «ηχώ δυνατά, βροντώ»), πρβλ. βαρύ βρομος] …   Dictionary of Greek

  • πολύβρομος — ον Α πολύ βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρόμος «ισχυρός κρότος, βροντή» (< βρέμω), πρβλ. βαρύ βρομος] …   Dictionary of Greek

  • βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”