δρύϊνος

δρύϊνος

δρύϊνος, eichen, von Eichenholz; Homer einmal, Odyss. 21, 43 οὐδὸν δρύινον; – Eur. Bacch. 1101; πῠρ, Feuer von Eichenholz, Theocr. 9, 19; μέλι, Honig aus Eichenstämmen, Antip. 28 (IX, 72).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δρύινος — δρύϊνος , δρύινος oaken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρύινος — η, ο (AM δρύϊνος, ον) ο φτιαγμένος από βαλανιδιά νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος 1. μικρό υμενόπτερο έντομο 2. ανιοβόλο φίδι τής νοτιοανατολικής Ασίας φρ. «δρύϊνον πῡρ» φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς …   Dictionary of Greek

  • δρύινος — η, ο φτιαγμένος από ξύλο βελανιδιάς: Παραγγείλαμε στο μαραγκό δρύινα έπιπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρυίνα — δρυΐνᾱ , δρύινος oaken fem nom/voc/acc dual δρυΐνᾱ , δρύινος oaken fem nom/voc sg (doric aeolic) δρυίνᾱ , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc nom/voc/acc dual δρυίνᾱ , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυίνας — δρυΐνᾱς , δρύινος oaken fem acc pl δρυΐνᾱς , δρύινος oaken fem gen sg (doric aeolic) δρυίνᾱς , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc acc pl δρυίνᾱς , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυίνων — δρυΐνων , δρύινος oaken fem gen pl δρυΐνων , δρύινος oaken masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρύινον — δρύϊνον , δρύινος oaken masc acc sg δρύϊνον , δρύινος oaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Berindeter Seitling — (Pleurotus dryinus) Systematik Klasse: Ständerpilze (Basidiomycetes) Unterklasse …   Deutsch Wikipedia

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • δρένιος — ια, ιο και ντρένιος, ια, ιο 1. δρύινος 2. άμυαλος, αναίσθητος, ασυνείδητος …   Dictionary of Greek

  • δρυοπαγής — δρυοπαγής, ές (AM) δρύινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”