- βαρυ-αλγής
βαρυ-αλγής, ές, 1) schwer leidend, Orph. H. 68, 7. – 2) schwere Leiden verursachend, νοῠσος Ep. ad. 162. 736 (App. 269. 321).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-αλγής, ές, 1) schwer leidend, Orph. H. 68, 7. – 2) schwere Leiden verursachend, νοῠσος Ep. ad. 162. 736 (App. 269. 321).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
θυμαλγής — θυμαλγής, ές (Α) 1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.) 2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ αλγής,… … Dictionary of Greek
πολυαλγής — ές, Α αυτός που προξενεί πολύ πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. βαρυ αλγής] … Dictionary of Greek
βαρυαλγής — ( οῡς), ές (AM) 1. αυτός που νιώθει βαρύ ψυχικό ή σωματικό πόνο 2. εκείνος που προξενεί βαρύ πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αλγής < άλγος] … Dictionary of Greek