βαρυ-δάκρυος

βαρυ-δάκρυος

βαρυ-δάκρυος, νύμφη, heftig weinend, Nonn. D. 40, 194; Christod. ecphr. 196.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”