- βαρυ-κάρδιος
βαρυ-κάρδιος, schweren, verstockten Herzens, LXX.; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-κάρδιος, schweren, verstockten Herzens, LXX.; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχυκάρδιος — ον, Α ο ψυχικά αναίσθητος, αδιάφορος, ασυγκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. βαρυ κάρδιος] … Dictionary of Greek